Νέο και τελείως διαφορετικό είναι το τοπίο τόσο και για τις κύριες όσο και για τις επικουρικές συντάξεις, με ότι αυτό σημαίνει για τον προγραμματισμό που κάνουν χιλιάδες ασφαλισμένοι.
Οι υπάλληλοι σε δημόσιο και ιδιωτικό τομέα, πρέπει να αναθεωρήσουν όλα όσα ίσχυαν τα προηγούμενα χρόνια, εάν θέλουν να εξασφαλίσουν μια ικανοποιητική σύνταξη, όταν ολοκληρώσουν τον εργασιακό τους βίο.
Οι πρόωρες συντάξεις για παράδειγμα ναι μεν μπορεί να δίνουν εισόδημα και μάλιστα νωρίτερα, είναι όμως σαφές ότι τα χρήματα που δίνουν δεν εξασφαλίζουν ένα ικανοποιητικό επίπεδο ζωής.
Το ίδιο ισχύει και με τις επικουρικές συντάξεις, καθώς έχει αλλάξει ριζικά ο τρόπος υπολογισμού, κάτι που σημαίνει ότι χαμηλές αποδοχές σε κάποια συγκεκριμένα έτη, δεν δίνουν ικανοποιητικά χρήματα.
Αυτός είναι και ο λόγος για τον οποίο όσοι ασχολούνται με την κοινωνική ασφάλιση υπογραμμίζουν την ανάγκη για εξαιρετικά προσεκτικές κινήσεις πριν πάρει κάποιος την απόφαση να βγει στη σύνταξη.
Κοινό μυστικό είναι άλλωστε, ότι οι λάθος επιλογές πληρώνονται ακριβά και δεν είναι δυνατό να διορθωθούν σε εποχές όπως η σημερινή που είναι δύσκολα να βρει κανείς εργασία ότι έχει μεγαλώσει ηλικιακά.
Στο πλαίσιο αυτό απαιτούνται προσεκτικές κινήσεις, που δίνουν τη δυνατότητα να εξασφαλίσει κανείς τις μέγιστες δυνατές αποδοχές, ώστε να υπάρχει ικανοποιητικό επίπεδο διαβίωσης.
Προσυνταξιοδοτική βεβαίωση
Οι ειδικοί τονίζουν ότι τα έτη ασφάλισης, οι χρόνοι αναγνώρισης και κυρίως τα συντάξιμα έτη είναι τα “κλειδιά” για μεγαλύτερη σύνταξη και συνιστούν προσοχή στο χρόνο υποβολή της προσυνταξιοδοτικής βεβαίωσης.
Στο πλαίσιο αυτό, οι αιτήσεις στον ΕΦΚΑ πρέπει να γίνουν δύο χρόνια πριν από την ολοκλήρωση του ορίου ηλικίας συνταξιοδότησης προκειμένου να εκδοθεί όσο το δυνατόν πιο γρήγορα η σύνταξη.
Πλέον, η προσυνταξιοδοτική βεβαίωση είναι υποχρεωτική πριν από την έκδοση της συνταξιοδοτικής απόφασης, ιδίως σε όσους έχουν διαδοχική ασφάλιση με ένσημα σε δύο ή και περισσότερα Ταμεία.
Με βάση όλα αυτά τα δεδομένα, το τελικό ποσό που θα πάρει ο συνταξιούχος είναι το άθροισμα της εθνικής, της ανταποδοτικής και της επικουρικής σύνταξης.
Εθνική σύνταξη
Σύμφωνα με το νόμο του 2016 η εθνική σύνταξη ορίζεται σε τριακόσια ογδόντα τέσσερα (384) ευρώ μηνιαίως και καταβάλλεται ακέραια εφόσον έχουν συμπληρωθεί τουλάχιστον 20 έτη ασφάλισης.
Η εθνική σύνταξη όμως αναπροσαρμόζεται και μετά τις τελευταίες αυξήσεις που δόθηκαν αναπροσαρμόστηκε από 01.01.2023 σε τετρακόσια δεκατρία ευρώ και εβδομήντα έξι λεπτά (413,76 €).
Ειδικότερα καθορίζεται:
-Στα 413,76 € με 20 έτη ασφάλισης (από 384 ευρώ).
-Στα 404 € με 19 έτη ασφάλισης (από 376 ευρώ).
-Στα 397 € με 18 έτη ασφάλισης (από 369 ευρώ).
-Στα 388 € με 17 έτη ασφάλισης (από 361 ευρώ).
-Στα 379 € με 16 έτη ασφάλισης (από 353 ευρώ).
-Στα 372 € με 15 έτη ασφάλισης (από 346 ευρώ).
Ανταποδοτική σύνταξη
Η ανταποδοτική σύνταξη αντιστοιχεί στην καταβολή των ασφαλιστικών εισφορών από το 2022 έως την ημέρα υποβολής αίτησης σύνταξης και υπολογίζεται βάσει των συντάξιμων αποδοχών, του χρόνου ασφάλισης και του ποσοστού αναπλήρωσης.
Με τις νέες ρυθμίσεις τα ποσοστά αναπλήρωσης των κύριων συντάξεων στο τμήμα της ανταποδοτικής διαμορφώνονται ανάλογα με τα έτη ασφάλισης ως εξής σε σχέση με το νόμο Κατρούγκαλου:
- 15 έτη: ποσοστό αναπλήρωσης 0,77%.
- 15,01 έτη έως 18 έτη: ποσοστό αναπλήρωσης 0,84%.
- 18,01 έως και 21 έτη: ποσοστό αναπλήρωσης 0,90%.
- 21,01 έως και 24 έτη: ποσοστό αναπλήρωσης 0,96%
- 24,01 έως και 27 έτη: ποσοστό αναπλήρωσης 1,03%.
- Από 27,01 έως και 30 έτη: ποσοστό αναπλήρωσης 1,03%
- Από 30,01 έως και 33 έτη: ποσοστό αναπλήρωσης 1,21%.
- Από 33,01 έως 36 έτη: ποσοστό αναπλήρωσης 2,50% (έναντι 1,59%)
- Από 36,01 έως 40 έτη: ποσοστό αναπλήρωσης 2,55% (έναντι 1,80%).
- Από 40,01 και πάνω έτη: προσαυξάνεται κατά 0,5% ανά έτος.
Επικουρική σύνταξη
Δικηγόροι που ασχολούνται με υποθέσεις κοινωνικής ασφάλισης, επισημαίνουν ότι κρίσιμο μέγεθος για το ύψος της σύνταξης είναι η επικουρική και υπενθυμίζουν ότι έχει αλλάξει ο τρόπος υπολογισμού της.
Όπως εξηγούν ισχύουν πλέον δύο κύρια συστήματα χρηματοδότησης της κοινωνικής ασφάλισης -κύριας και επικουρικής-, που είναι το διανεμητικό και το κεφαλαιοποιητικό.
Ειδικότερα:
-Διανεμητικό σύστημα: Oι εισφορές μιας δεδομένης περιόδου χρησιμοποιούνται για την κάλυψη των δαπανών της ίδιας περιόδου. Με άλλα λόγια, οι σημερινοί εργαζόμενοι – ασφαλισμένοι με τις εισφορές τους χρηματοδοτούν τις συντάξεις των σημερινών συνταξιούχων. Το ύψος της παροχής είναι γνωστό στον ασφαλισμένο εκ των προτέρων, η σύνταξη συνίσταται σε ποσοστό του μισθού αφού ληφθούν υπόψη και τα χρόνια υπηρεσίας. Δεν στοχεύει στη δημιουργία αποθεματικών.
-Κεφαλαιοποιητικό σύστημα: Οι εισφορές των ασφαλισμένων χρηματοδοτούν άμεσα την παροχή των ιδίων. Οι εισφορές τηρούνται σε ατομικούς λογαριασμούς και αποτελούν κεφάλαιο που επενδύεται ετησίως. Οι παροχές δεν προκαθορίζονται. Κάθε ασφαλισμένος διαθέτει έναν ατομικό λογαριασμό στον οποίο απεικονίζεται το συσσωρευμένο κεφάλαιό του που μετατρέπεται σε σύνταξη κατά τον χρόνο της συνταξιοδότησης. Η τελική παροχή εξαρτάται από τη ρευστοποίηση του συσσωρευμένου (επενδυμένου) κεφαλαίου των εισφορών.
Ασφαλισμένοι προ του 2022
Όπως είναι λογικό, το ενδιαφέρον επικεντρώνεται σε αυτούς που είναι ασφαλισμένοι πριν από το 2022, καθώς για τη νεότερη γενιά, που θα αργήσει να βγει στη σύνταξη, ισχύει το λεγόμενο κεφαλοποιητικό σύστημα.
Στο πλαίσιο αυτό, για τους ασφαλισμένους πριν από την 1.01.2014 η επικουρική τους σύνταξη αποτελείται από το άθροισμα δύο τμημάτων:
– Το 1ο τμήμα αντιστοιχεί στον χρόνο ασφάλισής έως 31.12.2014 και υπολογίζεται με βάση ποσοστό αναπλήρωσης 0,45% για κάθε έτος ασφάλισης επί των συντάξιμων αποδοχών που υπεβλήθησαν σε εισφορές υπέρ επικουρικής ασφάλισης (συντάξιμες αποδοχές x έτη ασφάλισης x 0,45%) (σύστημα καθορισμένων παροχών). Y
-Το 2ο τμήμα της σύνταξης αντιστοιχεί στον χρόνο ασφάλισης από 1.01.2015 και εφεξής και υπολογίζεται με το διανεμητικό σύστημα προκαθορισμένων εισφορών με νοητή κεφαλαιοποίηση και σύμφωνα με ειδικό τύπο (Υπουργική απόφαση οικ. 23123/785/7.06.2016 – σύστημα νοητής κεφαλαιοποίησης).
-Για τους ασφαλισμένους από 1.01.2015 η επικουρική σύνταξη υπολογίζεται με βάση τον τρόπο υπολογισμού του 2ου τμήματος των προ του 2015 ασφαλισμένων.
Οι κερδισμένοι του συστήματος
Οι πλέον κερδισμένοι του νέου συστήματος υπολογισμού κύριων συντάξεων (νόμος Βρούτση), συγκριτικά με τον νόμο Κατρούγκαλου είναι όσοι αποχωρούν με 40ετία ασφάλισης και πληρωμένων εισφορών.
Στα 40 χρόνια κορυφώνονται τα «κέρδη» συγκριτικά με τους σημερινούς συντελεστές και όσα περισσότερα χρόνια εξασφαλίζει κανείς μέσα στη δεκαετία 30,1-40 έτη ασφάλισης τόσο μεγαλύτερη σύνταξη θα λάβει.
Στη ουσία δηλαδή, όσα περισσότερα χρόνια εργασιακού βίου έχει ο κάθε ασφαλισμένος τόσο μεγαλύτερη είναι η αύξηση που θα έχει στο πραγματικό του εισόδημα όταν βγει στη σύνταξη.
Πρακτικά βέβαια κερδισμένοι είναι κυρίως οι συνταξιούχοι μετά τις 13-5-2016 καθώς οι παλαιότεροι συνταξιούχοι στην πλειονότητά τους έχουν, μετά τον επανυπολογισμό του νόμου Κατρούγκαλου, διατηρήσει προσωπική διαφορά που είναι μεγαλύτερη από την αύξηση του νόμου Βρούτση.
Ειδικότερα:
-Με 36-40 έτη ασφάλισης, τα νέα ποσοστά αναπλήρωσης θα έχουν προσαύξηση 2,55% ετησίως με τον νέο νόμο (4670/2020), ενώ είχαν 1,80% με τον προηγούμενο νόμο (4387/2016).
-Με 40 έτη και πάνω, η ετήσια προσαύξηση περιορίζεται στο 0,5% (ήταν 2% με τον Ν. 4387/2016).
-Με 44 έτη και 9 μήνες ασφαλιστικού βίου, η αναπλήρωση και από τους δύο νόμους (Ν. 4670/2020 και Ν. 4387/2016) είναι ίδια ακριβώς.
-Με 44 έτη ασφάλισης και πάνω, τα ποσοστά αναπλήρωσης φθίνουν σε απόδοση με τον Ν. 4670/2020 έναντι των παλαιών. Έτσι, π.χ., με 45 έτη ασφάλισης, το νέο ποσοστό αναπλήρωσης ανέρχεται σε 52,51%, ενώ με τον Ν. 4387/2016 ήταν 52,80%.
Για τους στρατιωτικούς (των οποίων η σύνταξη υπολογίζεται διπλά από πτητικά και καταδυτικά εξάμηνα) θα χορηγείται προσαύξηση 2% από το 45ο έτος και μετά, προκειμένου να αντισταθμίσουν τη μεγαλύτερη αύξηση που έδινε ο Ν. 4387/2016.
Το όφελος σε αριθμούς
Πιο σημαντικό είναι το όφελος στην 5ετία 35 – 40 έτη ασφάλισης. Για 3.500 ευρώ συντάξιμες αποδοχές, η αύξηση για την 40ετία φτάνει στα 252 ευρώ σε σύγκριση με τα σημερινά ποσοστά.
Αντίστοιχα για 1.000 ευρώ συντάξιμες αποδοχές, η αύξηση φτάνει στα 72 ευρώ, σε σύγκριση με τα σημερινά ποσοστά. Στην 35ετία η αύξηση για 1.000 ευρώ συντάξιμες αποδοχές φτάνει στα 35 ευρώ, ενώ για 3.500 ευρώ συντάξιμες αποδοχές ανεβαίνει στα 123 ευρώ.
Για παράδειγμα:
-για 1.000 ευρώ συντάξιμες αποδοχές και για κάθε έτος παραμονής στην ασφάλιση μεταξύ των 30,1 και 33 ετών ο συνταξιούχος κερδίζει 20 ευρώ με το νέο σύστημα έναντι 14 ευρώ με το παλαιό.
-για 1.000 ευρώ συντάξιμες αποδοχές και για κάθε έτος παραμονής στην ασφάλιση μεταξύ των 33,1 και 40 ετών ο συνταξιούχος κερδίζει 25-26 ευρώ με το νέο σύστημα έναντι 16 – 20 ευρώ με το παλαιό.
-Για 2.000 ευρώ συντάξιμες αποδοχές και για κάθε έτος παραμονής στην ασφάλιση μεταξύ των 30,1 και 33 ετών ο συνταξιούχος κερδίζει 40 ευρώ με το νέο σύστημα έναντι 28 ευρώ με το παλαιό.
-για 2.000 ευρώ συντάξιμες αποδοχές και για κάθε έτος παραμονής στην ασφάλιση μεταξύ των 33,1 και 40 ετών ο συνταξιούχος κερδίζει 50 ευρώ με το νέο σύστημα έναντι 32 – 40 ευρώ με το παλαιό.
Πλασματικά έτη
Όσον αφορά στους εργαζόμενους που έχουν ρευστότητα και έχουν στόχο να εξασφαλίσουν τη μέγιστη δυνατή σύνταξη αλλά τους λείπουν έτη ασφάλισης, μπορούν να κάνουν χρήση των λεγόμενων πλασματικών.
Το δικαίωμα για αναγνωρίσεις πλασματικών χρόνων ασφάλισης εξακολουθεί να ισχύει κανονικά και το κόστος για τους μισθωτούς αντιστοιχεί με την εισφορά του 20% επί του μικτού μηνιαίου μισθού.
Αιτήσεις εξαγορών ή αναγνώρισης πλασματικών χρόνων, με σκοπό τη θεμελίωση δικαιώματος, μπορούν να υποβληθούν οποτεδήποτε, είτε μαζί με την αίτηση συνταξιοδότησης, είτε μεταγενέστερα ή ακόμα και νωρίτερα από αυτήν.