Μέχρι σήμερα, οι τράπεζες και οι εταιρείες διαχείρισης απαιτήσεων (servicers) έχουν συγκεντρώσει περίπου 25.000 κατοικίες στο πλαίσιο της διαδικασίας εξορθολογισμού των “κόκκινων” δανείων. Ταυτόχρονα, με την εντατικοποίηση των πλειστηριασμών, οι servicers στοχεύουν να ανακτούν περίπου 5.000 κατοικίες ετησίως, ξεκινώντας από φέτος. Αυτό σημαίνει ότι θα δημιουργηθεί ένα σημαντικό απόθεμα κατοικιών, το οποίο θα μπορεί να διατεθεί σταδιακά στην αγορά ακινήτων τα επόμενα χρόνια, ενισχύοντας την προσφορά.
Ο κ. Αντώνης Μαρκόπουλος, συνιδρυτής και διευθύνων σύμβουλος της Prosperty, ψηφιακής πλατφόρμας για τη διαχείριση και προώθηση ακινήτων, ανέφερε χθες κατά τη διάρκεια του ετήσιου συνεδρίου Prodexpo ότι, σύμφωνα με τα στοιχεία της εταιρείας, μετά την “παύση” της περιόδου 2020-2021, όταν οι πλειστηριασμοί είχαν ουσιαστικά “παγώσει”, παρατηρείται έντονη κινητικότητα και προσπάθεια επιτάχυνσης των διαδικασιών. “Υπολογίζουμε ότι οι εταιρείες διαχείρισης θα στοχεύουν πλέον στην πραγματοποίηση 30.000 πλειστηριασμών ακινήτων ετησίως, εκτιμώμενης αξίας 3 δις ευρώ”, ανέφερε ο κ. Μαρκόπουλος. Αυτό είναι ένα εξαιρετικά σημαντικό στοιχείο, το οποίο, αν αξιοποιηθεί σωστά, μπορεί να συμβάλει στη βελτίωση των συνθηκών στην αγορά κατοικίας. Θα ενισχύσει το διαθέσιμο απόθεμα και ίσως να περιορίσει, τουλάχιστον, την εκθετική αύξηση των τιμών πώλησης, η οποία αποκλείει ολοένα και περισσότερους πολίτες από την δυνατότητα απόκτησης στέγης.
Στο θέμα αυτό, ο κ. Δημήτρης Ρούσσης, Partner της Bernitsas Law, τόνισε ότι ένα από τα κύρια προβλήματα στην αξιοποίηση των κρατικών ακινήτων είναι το καθεστώς ωρίμανσης των δημοσίων ακινήτων. “Υπάρχουν ιδιαιτερότητες που σχετίζονται με τα δημόσια ακίνητα, όπως η έλλειψη σαφούς ιδιοκτησιακού καθεστώτος και οι καταπατήσεις. Επίσης, παρατηρούνται ελλείψεις στα επενδυτικά σχέδια και, παρά το γεγονός ότι οι υποδομές είναι σε κάποιο βαθμό έτοιμες, εξακολουθούν να υπάρχουν αδειοδοτικά προβλήματα. Αυτό είναι εμφανές σε αεροδρόμια, λιμάνια, μαρίνες και ακόμη και στις ολυμπιακές εγκαταστάσεις”.
Από την άλλη πλευρά, ο Δημήτρης Ανδριόπουλος, διευθύνων σύμβουλος της Dimand, επισήμανε ότι μια σημαντική ενέργεια για την “απελευθέρωση” των αποθεμάτων κτιρίων θα ήταν η σύνδεση απομονωμένων περιοχών της Αθήνας. “Υπάρχουν ολόκληρες γειτονιές και περιοχές που είναι αποκομμένες από τη λειτουργία της πόλης. Πιστεύουμε ότι αν ενταχθούν γειτονιές όπως οι Άγιοι Ανάργυροι, το Μενίδι, το Ζεφύρι και οι Θρακομακεδόνες, με κατάλληλα μέσα…”
Οι Έλληνες σήμερα προχωρούν στην αγορά ακριβότερων και παλαιότερων κατοικιών
Η αγορά ακινήτων με χαμηλότερες προδιαγραφές γίνεται σήμερα σε υψηλότερες τιμές σε σύγκριση με την περίοδο πριν από την οικονομική κρίση, γεγονός που αποδεικνύει την αύξηση των αξιών από το 2017, όταν ξεκίνησε η ανάκαμψη της αγοράς, μέχρι σήμερα. Σύμφωνα με την κα Βασιλική Βλαχοστεργίου, Αναπληρώτρια Διευθύντρια της Υπηρεσίας Ανάλυσης Ακινήτων της Τράπεζας της Ελλάδος (ΤτΕ), από το 2017 έως το δεύτερο τρίμηνο του 2024, οι τιμές στην Αττική έχουν αυξηθεί κατά 90% και είναι πλέον 4% υψηλότερες σε σχέση με το προηγούμενο ιστορικό υψηλό της αγοράς, το 2008. Ωστόσο, υπάρχει μια σημαντική διαφορά: τότε, η μέση ηλικία των ακινήτων που αποκτούνταν ήταν 20-30 ετών, ενώ σήμερα η μέση ηλικία τους ξεπερνά τα 40 χρόνια. Αυτή η αλλαγή οφείλεται στην πτώση της οικοδομικής δραστηριότητας κατά τη διάρκεια της κρίσης, που μείωσε το απόθεμα ποιοτικών κατοικιών, καθώς και στη μειωμένη αγοραστική δύναμη των νοικοκυριών.
“Μέσα σε μόλις μια χρονιά, το 2005 είχαν εκδοθεί τόσες οικοδομικές άδειες, όσες εκδόθηκαν αθροιστικά την περίοδο από το 2011 μέχρι και τις αρχές του 2024. Επομένως, είναι υπάρχει, προφανώς τεράστιο έλλειμμα σε ποιοτικά ακίνητα. Παράλληλα, από το 2008 μέχρι σήμερα, το πραγματικό εισόδημα των νοικοκυριών έχει μειωθεί κατά 20%, κάτι που ασφαλώς δυσχεραίνει την απόκτηση κατοικίας”, συμπλήρωσε η κα. Βλαχοστεργίου.
Στο πλαίσιο αυτό, το πρόγραμμα “Σπίτι Μου” έχει συμβάλει στη μείωση του “χάσματος” που παρατηρείται. Όπως δήλωσε ο κ. Σπύρος Πρωτοψάλτης, Διοικητής της ΔΥΠΑ, “σύμφωνα με τα δεδομένα που διαθέτουμε, μέσω του προγράμματος αποκτήθηκαν 3.500 κατοικίες στην Αττική και 2.200 στη Θεσσαλονίκη. Επιπλέον, το 90% των δικαιούχων που έλαβαν χρηματοδότηση είχαν οικογενειακό εισόδημα έως 26.000 ευρώ, ενώ το 60% ήταν νέα ζευγάρια”.
Παρά ταύτα, οι επαγγελματίες της αγοράς εκφράζουν την άποψη ότι το ποσοστό της ιδιοκατοίκησης δύσκολα θα ανακάμψει στο μέλλον. Σύμφωνα με τα πιο πρόσφατα στοιχεία της Eurostat, όπως τα παρουσίασε η κα Βλαχοστεργίου, το ποσοστό έχει μειωθεί στο 69,6%, σε σύγκριση με πάνω από 80% που ήταν κατά τις δεκαετίες του 1980 και του 1990. Ο κ. Πάνος Λολώνης, επικεφαλής του Τμήματος Γεωχωρικών Πληροφοριών του Ελληνικού Κτηματολογίου, τόνισε ότι “η ιδιοκατοίκηση δεν θα επιστρέψει στα επίπεδα του παρελθόντος, καθώς, αφενός, δεν υπάρχει η ρευστότητα που υπήρχε στα νοικοκυριά της χώρας στις αρχές της δεκαετίας του 2000, και αφετέρου…”